Deutschlands Staatssekretär für Finanzen spricht von seiner Beteiligung, obwohl er ihm ein gebrochenes Versprechen vorwirft
Ein Beitrag von Nikos Cheilas
Aus der griechischen Zeitung To Vima (der griechische Text seht weiter unten)
Alles für den Internationalen Währungsfonds, alles für seine Beteiligung am griechischen Programm. Dies geht auf einem erstem Blick aus der schriftlichen Antwort des deutschen Staatssekretärs für Finanzen Jens Spahn auf eine parlamentarische Anfrage der Partei DIE LINKE über die in vieler Hinsicht noch unbestimmte Rolle des IWF im dritten Memorandum of Understanding hervor.
Laut Herrn Spahn erachtet Berlin diese Beteiligung für unabdingbar. Und dies unter anderem aus finanziellen Gründen, da der monetäre Beitrag des IWF den Betrag, den der Europäische Stabilitätsmechanismus (ESM) an Griechenland entrichtet, entsprechend verringern wird.
So weit so gut. Ein zweiter Blick zeigt jedoch, dass „alles“ relativ ist. Trotz seiner Leidenschaft für den IWF wirft ihm Herr Spahn ein gebrochenes Versprechen vor. Zu diesem Zweck beruft er sich auf die Vereinbarung der Eurogruppe vom 25. Mai 2016, in deren Rahmen sich der beteiligte IWF-Vertreter bereit erklärt hatte, „seinem Direktorium die Teilnahme am Programm vor Ende 2016 auf der Basis der Ergebnisse der Schuldentragfähigkeitsanalyse und der Bewertung möglicher, in der Erklärung vom 25. Mai bereits genannter Schuldenmaßnahmen zu empfehlen“. Dies legt nahe, dass diese Empfehlung bindend für das Direktorium ist, was aber nicht stimmt, da das Direktorium als oberstes Gremium des IWF nach freiem Ermessen die Empfehlungen seiner untergeordneten Stellen beurteilt.
Insgesamt birgt die Antwort von Herrn Spahn einen großen Vorteil: Sie veranschaulicht detailliert und sehr kohärent die Beziehungen zwischen Berlin und dem IWF. Und diese Beziehungen weisen viele Annäherungspunkte auf, wie zum Beispiel bei der Notwendigkeit, ein Übereinkommen über die Bedingungen, die das Anpassungsprogramm begleiten werden, zu erzielen.
Gleichzeitig bringt sie aber auch die zwischen ihnen bestehenden Differenzen zum Vorschein. Diese betreffen sowohl Finanzangelegenheiten wie die Höhe des Primärüberschusses (die Institutionen betrachten 3,5% als realistisch, der IWF lediglich 1,5%) als auch die Effizienz der Wirtschaftsmaßnahmen, wie zum Beispiel der Privatisierungen. In ihrer Anfrage bemerkt die Partei DIE LINKE die Tatsache, dass die Erlöse, die der IWF von der Abtretung von Vermögensgegenständen des griechischen Staates erwartet, viel niedriger sind, als jene, die im Programm genannt werden: „Wie erklärt die Bundesregierung sich die Diskrepanz zwischen ihren Erwartungen zu Privatisierungserlösen und der Schuldentragfähigkeitsanalyse des IWF vom 23. Mai 2016, die mit Privatisierungserlösen von 5 Mrd. Euro im Zeitraum 2015 bis 2030 operiert?“, fragte die LINKE. „Die Erwartungen der Bundesregierung entsprechen den getroffenen Vereinbarungen“, lautet die trockene Antwort. Die Erlöse belaufen sich „allein für den Zeitraum 2016 bis 2018 in der Summe auf 5,8 Mrd. Euro“.
Allein diese Reaktion zeigt, dass Berlin seine Differenzen mit dem IWF nicht an die große Glocke hängen möchte.
Gleichzeitig möchte es sie aber auch nicht verheimlichen. Als bestes Mittel für ihre möglichst fundierte, aber auch „schmerzlose“ Darstellung hat es sich also entschieden, sich auf die Vereinbarungen zu berufen, die es gelegentlich – wie beim Datum des IWF-Beschlusses ersichtlich – fehlinterpretiert. Oft zieht es jedoch ausweichende Antworten vor, wie jene auf die Fragen, welche Folgen es für das griechische Programm hätte, wenn sich der IWF nicht mit eigenen Mitteln daran beteiligen würde, und welche Folgen sich ergeben würden, wenn er schließlich die Entscheidung gegen eine Beteiligung treffen würde. „Die Bundesregierung geht weiterhin davon aus, dass sich der IWF am Programm beteiligt“, beantwortet Herr Spahn beide Fragen.
Alles für den IWF? Ja und nein. Berlin bleibt unentschlossen. Und, wie die Antwort von Herrn Spahn zeigt, verheißt dies die Weiterführung der zwischen ihnen bestehenden Krise.
Βερολίνο: «Παιχνίδια» για τη συμμετοχή
του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα
Ο υφυπουργός Οικονομικών της Γερμανίας μιλά για συμμετοχή του αν και του
προσάπτει αθέτηση υπόσχεσης
Χειλάς Νίκος
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 04/12/2016, 10:05 | ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 04/12/2016, 10:05 – Βερολίνο
Όλα για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όλα για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα. Αυτό προκύπτει σε πρώτη ανάγνωση από την γραπτή απάντηση του γερμανού υφυπουργού οικονομικών Γιένς Σπαν σε κοινοβουλευτική επερώτηση της Linke (Αριστεράς) σχετικά με τον εν πολλοίς αδιευκρίνιστο ακόμη ρόλο του ΔΝΤ στο τρίτο μνημόνιο.
Το Βερολίνο, σύμφωνα με τον κ.Σπαν, θεωρεί απαραίτητη αυτή τη συμμετοχή. Κι αυτό, μεταξύ άλλων, για οικονομικούς λόγους, αφού η χρηματική συμβολή του ΔΝΤ θα μειώσει αντίστοιχα το ποσό που καταβάλει στην Ελλάδα το Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας ESM.
Έως εκεί όμως. Μια δεύτερη ανάγνωση δείχνει, ότι το «όλα» είναι σχετικό. Παρά το πάθος του για το ΔΝΤ, ο κ.Σπαν του προσάπτει αθέτηση μιας σχετικής υπόσχεσής του. Προς το σκοπό αυτό επικαλείται τη συμφωνία του Εurogroup στις 25 Μαίου 2016, σύμφωνα με την οποία ο συμμετέχων σε αυτό εκπρόσωπος του ΔΝΤ δήλωνε πρόθυμος «να συστήσει στο διευθυντήριό του Ταμείου πριν το τέλος του 2016 τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα στη βάση των αποτελεσμάτων μιας ανάλυσης της βιωσιμότητας του χρέους και της αξιολόγησης των δυνατών μέτρων για το χρέος που αναφέρονται στη δήλωση της 25 Μαίου». Με αυτό αφήνει να εννοηθεί, ότι η σύσταση αυτή έχει για το διευθυντήριο υποχρεωτικό χαρακτήρα, κάτι όμως που δεν ισχύει, αφού το διευθυντήριο, ως το ανώτατο όργανο του ΔΝΤ, κρίνει κατά το δοκούν τις συστάσεις των υφισταμένων του.
Συνολικά, η απάντηση του κ.Σπαν έχει ένα μεγάλο προτέρημα: Δείχνει λεπτομερειακά και με πολύ συνεκτικό τρόπο τη σχέση του Βερολίνου προς το ΔΝΤ. Αυτή η σχέση περιέχει πολλά σημεία σύγκλισης.
Παράδειγμα, η ανάγκη για τη συνομολόγηση μιας συμφωνίας για τους όρους που θα συνοδεύουν το πρόγραμμα προσαρμογής.
Ταυτόχρονα αποκαλύπτει όμως και τις μεταξύ τους διαφορές. Αυτές αφορούν τόσο δημοσιονομικά θέματα, όπως για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος (οι θεσμοί θεωρούν ρεαλιστικό ένα 3,5%, το ΔΝΤ μόνο ένα 1,5%), όσο και την αποδοτικότητα των οικονομικών μέτρων. Παράδειγμα, οι αποκρατικοποιήσεις. Στην επερώτησή της η Linke επισημάνει το γεγονός, ότι τα έσοδα που υπολογίζει το ΔΝΤ από την εκχώρηση περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού κράτους είναι πολύ μικρότερα από εκείνα που μνημονεύονται στο πρόγραμμα. «Πως εξηγεί η ομοσπονδιακή κυβέρνηση την αντίθεση ανάμεσα στις προσδοκίες της για έσοδα από αποκρατικοποιήσεις και την ανάλυση του ΔΝΤ για την ανάλυση του χρέους από τις 23 Μαίου 2016, η οποία υπολογίζει με έσοδα ύψους 5 δισεκατομμυρίων ευρώ από τις ιδιωτικοποιήσεις στο χρονικό διάστημα 2015 2030;» ρωτά η Linke. «Οι προσδοκίες της ομοσπονδιακής κυβέρνηση αντιστοιχούν προς τις συναφθείσες συμφωνίες» είναι η ξερή απάντηση. «Τα έσοδα μόνο από την περίοδο 20152018 ανέρχονται στα 5,8 δισ. ευρώ».
Και μόνο αυτή η αντίδραση δείχνει ότι το Βερολίνο δεν θέλει να κάνει «βούκινο» τις διαφορές του με το ΔΝΤ.
Ταυτόχρονα όμως δεν θέλει να τις κρύψει. Ως καλύτερο μέσο για την κατά το δυνατόν τεκμηριωμένη, αλλά και «ανώδυνη» παρουσίασή τους έχει επιλέξει έτσι την επίκληση των συμφωνιών – που ενίοτε ερμηνεύει, όπως φάνηκε στο θέμα της ημερομηνίας για την απόφαση του ΔΝΤ, με λανθασμένο τρόπο. Όχι σπάνια ωστόσο προτιμά τις υπεκφυγές. Σαν αυτές στα ερωτήματα, πρώτον, τι συνέπειες θα είχε για το ελληνικό πρόγραμμα, αν το ΔΝΤ δεν πάρει απόφαση για συμμετοχή με δικά του χρήματα σε αυτό, και δεύτερον, τι συνέπειες θα είχε επίσης αν τελικά έπαιρνε απόφαση κατά της συμμετοχής. «Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνεχίζει να θεωρεί, ότι το ΔΝΤ θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα» απαντά και στις δυο περιπτώσεις ο κ.Σπαν.
Όλα για το ΔΝΤ; Και ναι, και όχι. Το Βερολίνο παραμένει αναποφάσιστο. Και αυτό, όπως δείχνει η απάντηση του κ.Σπαν, προμηνύει τη συνέχιση της μεταξύ τους κρίσης.
2536
Leave A Comment